Δύο λόγια για το έργο:
Ένας μεσήλικας μικροκτηματίας, ο Στάθης, από ένα χωριό της Κέρκυρας, αποφασίζει να παντρέψει το γιο του με την ομορφότερη κοπέλα του χωριού, την Χρυσαυγή.
Ο γάμος αυτός θα γίνει αφορμή να ξεσπάσουν μια σειρά από ανομολόγητα πάθη.
Η σφοδρή επιθυμία του Στάθη προς τη Χρυσαυγή και η αντίδραση της γυναίκας του Διαμάντως, που έχει καταλάβει τους «παράνομους πόθους» του ανδρός της, θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις.
Την παράνομη σχέση ανάμεσα σε νύφη και πεθερό η Διαμάντω θα προσπαθήσει να την κρατήσει κρυφή γιατί απειλεί να γκρεμίσει συθέμελα όχι μόνο τις δυο οικογένειες αλλά και τις ηθικές αρχές της κλειστής κοινωνίας του χωριού
Ο σκηνοθέτης της Παράστασης Πέτρος Αυγερινός αναφέρει σχετικά
… Η «Αγάπη παράνομη» (1905) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872-1923), ενός από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της λεγόμενης «Επτανησιακής Σχολής», με θέμα παρμένο από τις σκληρές συνθήκες ζωής μιας αποκεντρωμένης και στάσιμης κοινωνίας και με ήρωες που κινούνται σημαδεμένοι από την αμφίδρομη πίεση των ορμών και του περιβάλλοντος, αποτελεί έργο-σταθμό για την λογοτεχνία του τόπου μας ενώ ταυτόχρονα πλουτίζει με πρωτοποριακό για την εποχή του τρόπο την μεταστροφή προς την ψυχολογική σπουδή της εντοπιότητας.
Η παράστασή μας αυτή, εστιάζει με σύγχρονο όσο και καίριο τρόπο στην ατμόσφαιρα της εποχής και στο βάθος των ηρώων του Θεοτόκη, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την τραγικότητα καταστάσεων και προσώπων.
Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η παράσταση αυτή αποτελεί ένα τυπικό θεατρικό μονόλογο με την στενή έννοια του όρου.
Διευρύναμε όσο γινόταν τα όρια, αναμειγνύοντας τα πλούσια αφηγηματικά στοιχεία με την καθαυτό θεατρική δράση, αναπαριστώντας ανάγλυφα τη δράση των ηρώων επί σκηνής αναδεικνύοντας τις επιδιώξεις αλλά και τις επιπτώσεις των πράξεων τους, με τρόπο που δεν θα δίσταζα να πω ότι αποτελεί παράσταση ολοκληρωτικού θεάτρου.
Πρόκειται άλλωστε για έργο που ακόμη και στις μέρες μας δονεί και συναρπάζει.